- ἐξευμενίζειν
- ἐξευμενίζωpropitiatepres inf act (attic epic)ἐξευμενίζωpropitiatepres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξευμενίζω — (AM ἐξευμενίζω) [ευμενίζω] καθιστώ κάποιον ευμενή προς εμένα, καταπραΰνω («ἐξευμενίζειν τὸν θεόν») αρχ. είμαι φιλικός («θεὸς ἐξευμενίζει») … Dictionary of Greek